- Αγαμεμνονειος
- ἈγαμεμνόνειοςἈγαμεμνόνε(ι)ος, Ἀγᾰμεμνόνιος3агамемнонов(ский) Hom., Pind., Trag.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αγαμεμνόνειος — α, ο (Α ἀγαμεμνόνειος, α, ον και ιος, ία, ιον και εος, εα, εον) ο σχετικός με τον Αγαμέμνονα … Dictionary of Greek
Ἀγαμεμνόνειος — Ἀγαμεμνόνεος Agamemnon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)